- κουρκουτιάζω
- και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι]1. παραζαλίζομαι2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρκουτιάζω — κουρκουτιάζω, κουρκούτιασα, κουρκουτιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. κουρκουτιαίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουρκουτιάζω — ιασα, κουρκουτιασμένος, η, ο 1. (για φαγώσιμα), γίνομαι κουρκούτι, χυλώνω. 2. μτφ., ζαλίζομαι πολύ και δεν μπορώ να σκεφτώ, φλομώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)